- κογχυλιωτός
- κογχυλιωτός, -ή, -όν (Α) [κογχύλιον]βαμμένος με πορφύρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κογχυλιωτόν — κογχυλιωτός dyed with purple masc acc sg κογχυλιωτός dyed with purple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλιατός — κογχυλιατός, ή, όν (Α) κογχυλιωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κογχυλιωτός*] … Dictionary of Greek